![]() |
ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΗΛΙΑ |

Παίρνουμε τον ανήφορο λοιπόν περνώντας ανάμεσα από πικροδάφνες, καλάμια, ελυγιές (λυγαριές), δίπλα στο ποτάμι, στο οποίο σύντομα κελαρύζει γάργαρο το νερό. Συναντάμε κήπους, ελιές κι άλλες καλλιέργειες. Περνάμε δίπλα από τον περίφημο ανακαινισμένο οικισμό με ενοικιαζόμενα δωμάτια, τον ‘Άσπρο Ποταμό’. Η βλάστηση ανεβαίνοντας αλλάζει: πρίνα, σχινόδεντρα, χαρουπιές και πλατάνια σκιάζουν την πορεία μας, ενώ το νερό συνεχώς πυκνώνει. Κάνουμε μια στάση σε ένα ονειρικό σημείο με λίμνες, καταρράκτες και πυκνή βλάστηση. Θα καθόμασταν με τις ώρες, αν ο αρχηγός μας δεν έλεγε το γνωστό «πέντε λεπτά ακόμα»! Κι η ανηφόρα συνεχίζεται. Κι όλο απομακρυνόμαστε απ’ το υγρό στοιχείο, το οποίο ακούμε να κυλάει χαμηλά. Μας αποζημιώνει ωστόσο η θέα με τα απότομα βαθιά βράχια σε γκρίζο-κόκκινες αποχρώσεις, πιθανόν αποτέλεσμα μίξης οξειδίου του σιδήρου (κόκκινο) και αργίλου (γκρι). Σπηλιές σε διάφορα σχήματα ανοίγονται μπροστά στα μάτια μας.
Όσο ανεβαίνουμε, διακρίνουμε το χωριό των Πεύκων, μια μικρή παρηγοριά, καθώς η ζέστη μεγαλώνει. Μετά από δύο ώρες πορείας φτάνουμε επιτέλους. Χαιρετάμε τους λιγοστούς κατοίκους, που μας κοιτάνε περίεργοι, γεμίζουμε τα μπουκάλια μας φρέσκο νερό απ’ την κρήνη της πλατείας και χωριζόμαστε σε δύο ομάδες: όσοι έχουν αποκάμει θα μείνουν στο χωριό για ένα καφέ και μια ρακί, οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν ως το σπήλαιο Βρέικο.
Για να πλησιάσουμε το δεύτερο, πρέπει να
πάρουμε φιδογυριστό ανηφορικό επαρχιακό δρόμο, του οποίου η ανάβαση γίνεται
μαρτυρική με τη ζέστη. Πολλοί δεν αντέχουν και παίρνουν την …κατηφόρα. Οι
υπόλοιποι αποζημιώνονται με το ενδιαφέρον αφύλακτο σπήλαιο, στο οποίο οδηγεί
στενό μονοπάτι στο άνυδρο τοπίο. Μια μεγάλη συκιά σηματοδοτεί την είσοδό του.
Μια παλιά ξύλινη σκάλα, της οποίας πολλά σκαλοπάτια λείπουν κι άλλα τρίζουν
κάτω απ’ την πίεση των παπουτσιών μας, οδηγεί στο δάπεδό του. Το συγκεκριμένο
σπήλαιο είναι σαν ‘πηγάδα’, ανοικτό από πάνω, ωστόσο όταν κατέβεις, βλέπεις τις
σπηλαιώσεις να ανοίγονται στα πλαϊνά. Δυστυχώς δεν είμαστε προετοιμασμένοι με
φακούς κεφαλής, για να διεισδύσουμε στις υπόγειες ‘αίθουσες’ του. Ορισμένοι
τολμηροί, που το διασχίζουν με το φως του κινητού, βεβαιώνουν ότι είναι απλά
καταπληκτικό. Οι υπόλοιποι δροσίζονται στα σκιερά του σημεία, που δίνουν το
αίσθημα ότι μπαίνεις σε ψυγείο.

Βγαίνοντας απ’ το σπήλαιο, συμπεραίνουμε ότι
βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το εκκλησάκι του Σταυρωμένου,
κτισμένο πάνω σε ένα μυτερό εντυπωσιακό λόφο, που δεσπόζει πάνω απ’ το χωριό.
Συνεχίζουμε λοιπόν στο χωματόδρομο δυτικά κι ανηφορίζουμε τα σκαλοπάτια ως το
εκκλησάκι. Η θέα τέλεια, αλλά δυστυχώς χωρίς σκιά. Έτσι παίρνουμε το κατηφορικό
Ε4 κι επιστρέφουμε στο φιλόξενο καφενεδάκι του χωριού. Μια σύντομη στάση για
μια λεμονάδα και φεύγουμε –οι υπόλοιποι έχουν ήδη βαρεθεί να περιμένουν.

Με μια κατηφορική διαδρομή μιάμισης ώρας, πάνω απ’ το φαράγγι σε καλοσχηματισμένο μονοπάτι, φτάνουμε στο Μακρυγιαλό, όπου άλλοι πάνε για φαγητό, άλλοι για καφέ, άλλοι για μπάνιο.
Όσοι ακολούθησαν την μεγάλη διαδρομή
περπάτησαν συνολικά
Ωστόσο πριν κλείσω αυτό το άρθρο, θα μου επιτρέψετε να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στη ..’σκούπα’. ‘Σκούπα’ στη γλώσσα απάντων των ορειβατικών είναι εκείνος, που μένει τελευταίος και ‘μαζεύει’ τους αναξιοπαθούντες της ημέρας. Στο δικό μας σύλλογο αυτόν τον άχαρο ρόλο αναλαμβάνει πάντα με υπομονή και χαμόγελο, ο Γιάννης, που μας διαβεβαιώνει ότι δεν τον πειράζει, αφού βγάζει με την ησυχία του τις φωτογραφίες του. Σήμερα όμως, που λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων έλειπε, αναγκάστηκα για πρώτη φορά να μείνω πίσω εγώ. Δεν νομίζω ότι τα κατάφερα καλά, δεν έχω την υπομονή, την καρτερία και την ταπεινότητα, που απαιτεί αυτή η θέση. Πρόκειται για τους αφανείς ήρωες, που τερματίζουν πάντα τελευταίοι, ενώ θα μπορούσαν και να είναι πρώτοι, πολλούς απ’ τους οποίους ταλαιπώρησα συχνά κι εγώ στο παρελθόν και ταλαιπωρώ ακόμα καμιά φορά. Σήμερα είχα την τύχη να περιμένω –βράζοντας μέσα μου είν’ αλήθεια, Γιάννη γύρνα πίσω!- μια ιδιαίτερη πεζοπόρο: επρόκειτο για μια κυρία μέσης ηλικίας, κωφάλαλη και με κινητικά προβλήματα, επισκέπτρια στην πόλη μας για λίγο καιρό. Δεν το έβαλε κάτω ούτε στιγμή, ήρθε και στο σπήλαιο, κατέβηκε και την σκάλα και κούτσα-κούτσα έφτασε ως το τέρμα, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, όσο της επέτρεπε η φυσική της κατάσταση. Μια αγωνίστρια της ζωής, που μαζί με τον κύριο Κώστα των 87 ετών, έβαλαν τα γυαλιά όλων εμάς των υπόλοιπων, που περνάμε τον καιρό μας λιμνάζοντας στον καναπέ, μας φταίνε τα πάντα, πνιγόμαστε πολλές φορές σε μια κουταλιά νερό! Τιμή μου, γι’ αυτήν την ‘σκούπα’, έδωσε αξία στην πορεία μου –παρ’ όλ’ αυτά, Γιάννη γύρνα πίσω!
ΑΡΧΗΓΟΣ: Παναγιώτης Ευδαίμων
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Παναγιώτης Ευδαίμων
ΧΑΡΤΗΣ: Παναγιώτης Ευδαίμων
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Μαρία Μετζογιαννάκη
No comments:
Post a Comment